- συνανακεράννυμαι
- ΜΑ, και συνανακίρναμαι και συνανακιρνῶμαι, -άομαι, Α1. αναμιγνύομαι, ανακατεύομαι με κάτι άλλο («κωνείῳ ἢ ἀκονίτῳ συνανακραθεῑσαν φιλοτησίαν», Λουκιαν.)2. ενώνομαι με βαθύτερη εσωτερική ένωση («ἐπειδὴ συνανεκράθη θεῷ καὶ γέγονεν εἷς», Γρηγ. Ναζ.)μσν.γραμμ. παθαίνω συνίζηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀνακεράννυμαι «αναμιγνύομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.